διαλεκτικός

διαλεκτικός
-ή, -ό (AM διαλεκτικός, -ή, -όν) [διάλεκτος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική
2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής
3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής
4. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται σε μια διάλεκτο
5. το θηλ. ως ουσ. η διαλεκτική
διαδικασία τής σκέψης που έχει ως κινητήρια δύναμη την αντίφαση, την οποία και επιχειρεί να επιλύσει
αρχ.
1. ο συζητητικός, αυτός που αναφέρεται στη συνομιλία ή στον διάλογο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άρθρωση
3. το ουδ. ως ουσ. το διαλεκτικόν
η διαλεκτική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαλεκτικός — conversational masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεκτικός — ή, ό 1. ο ικανός συζητητής, αυτός που διαθέτει το χαρακτηριστικό της διαλεκτικής ή αναφέρεται σ’ αυτήν: Μ’ αρέσει να συζητώ με τον πατέρα μου, γιατί είναι άνθρωπος διαλεκτικός. 2. αυτός που έχει σχέση με κάποια διάλεκτο, ιδιωματικός: Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλεκτικά — διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc pl διαλεκτικά̱ , διαλεκτικός conversational fem nom/voc/acc dual διαλεκτικά̱ , διαλεκτικός conversational fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεκτικώτερον — διαλεκτικός conversational adverbial comp διαλεκτικός conversational masc acc comp sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεκτικῶν — διαλεκτικός conversational fem gen pl διαλεκτικός conversational masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεκτικόν — διαλεκτικός conversational masc acc sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεκτικώτατα — διαλεκτικός conversational adverbial superl διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεκτικώτατον — διαλεκτικός conversational masc acc superl sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεκτικαῖς — διαλεκτικός conversational fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεκτικαί — διαλεκτικός conversational fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”