- διαλεκτικός
- -ή, -ό (AM διαλεκτικός, -ή, -όν) [διάλεκτος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής4. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται σε μια διάλεκτο5. το θηλ. ως ουσ. η διαλεκτικήδιαδικασία τής σκέψης που έχει ως κινητήρια δύναμη την αντίφαση, την οποία και επιχειρεί να επιλύσειαρχ.1. ο συζητητικός, αυτός που αναφέρεται στη συνομιλία ή στον διάλογο2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην άρθρωση3. το ουδ. ως ουσ. το διαλεκτικόνη διαλεκτική.
Dictionary of Greek. 2013.